- μικαλέξ
- το(ηλεκτρολ.) ανόργανη τεχνητή ουσία με μεγάλη αντοχή σε μηχανικές καταπονήσεις, στην υψηλή θερμοκρασία και στη δράση οξέων, η οποία αποτελεί συστατικό ηλεκτρικών μονωτήρων σε ειδικά ηλεκτρονικά όργανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.